αγόγγυστος

αγόγγυστος
-η, -ο (Μ ἀγόγγυστος, -ον) [γογγύζω]
αυτός που με υπομονή, αδιαμαρτύρητα, ανέχεται μια δύσκολη κατάσταση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αγόγγυστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν παραπονιέται, ο υπομονητικός: Αγόγγυστη υπόμενε τις στερήσεις και τα βάσανα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγογγύστως — ἀγόγγυστος not murmuring adverbial ἀγόγγυστος not murmuring masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγόγγυστον — ἀγόγγυστος not murmuring masc/fem acc sg ἀγόγγυστος not murmuring neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγογγυσία — η [αγόγγυστος] αδιαμαρτύρητη αποδοχή μιας δύσκολης καταστάσεως, υπομονή, ανεκτικότητα …   Dictionary of Greek

  • αδιαμαρτύρητος — η, ο [διαμαρτύρομαι] 1. αυτός που δεν διαμαρτύρεται, αγόγγυστος, υπομονετικός, καρτερικός 2. (Νομ.) «αδιαμαρτύρητη συναλλαγματική», η συναλλαγματική για την οποία δεν συντάχθηκε διαμαρτυρικό …   Dictionary of Greek

  • αβόγκητος — η, ο αγόγγυστος, υπομονετικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”